καρίκωμα

καρίκωμα
το штопка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καρίκωμα" в других словарях:

  • καρίκωμα — το (λ. ιταλ.), μοντάρισμα: Πόσο σου χρωστάω για το καρίκωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρίκωμα — το [καρικώνω] μαντάρισμα*, επιδιόρθωση φθαρμένου σημείου τού υφάσματος …   Dictionary of Greek

  • ορούντισμα — και ρούντισμα, το [ορουντίζω] τεχνικό ράψιμο ενός σχισμένου υφάσματος με τρόπο που να μη διακρίνεται εύκολα, καρίκωμα, μαντάρισμα …   Dictionary of Greek

  • μαντάρισμα — το (λ. ιταλ.), η επιδιόρθωση, το καρίκωμα: Το μαντάρισμα της κάλτσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»